Η μονοκατοικία μας χτίστηκε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 και απείχε δύο οικοδομικά τετράγωνα από τον κεντρικό δρόμο του χωριού. Εκτός της αυλής, στο μεγάλο οικόπεδο υπήρχε και χώρος για καλλιέργεια λαχανικών, φούρνος, αποθήκη, στάβλος, κοτέτσι, υπόστεγο με κουνέλια, μια μουριά και δύο βερικοκιές. Μικρός μάζευα τα αβγά απ’ τις φωλιές, τάιζα και πότιζα τα κουνέλια, αργότερα έμαθα να αρμέγω και τις αγελάδες. Μερικές χρονιές μεγαλώναμε και γουρούνι για να το σφάξουμε τα Χριστούγεννα.
Ο μπαμπάς επαναλαμβάνει συχνά ότι δούλεψε πολύ και κουράστηκε στη ζωή του αφού κληρονόμησε λίγα στρέμματα και έκανε μια ντουζίνα διαφορετικές δουλειές για να μπορέσει να τα αυξήσει. Από σοβατζής μέχρι διανομέας καυσίμων και από πλανόδιος πωλητής ρεταλιών για αργαλειούς έως ιδιοκτήτης σφαιριστηρίου. Η πιο αξιοθαύμαστη απ’ τις δουλειές του ήταν το μάζεμα βατραχιών για εξαγωγή στην Ιταλία. Φορώντας πολύ ψηλές μπότες και με ένα λουξ στο χέρι, έμπαινε μόνος τις νύχτες στα κανάλια της περιοχής, τα έπιανε με τα χέρια και τα έβαζε στο σάκο που κρεμόταν στον ώμο του.
Στα νιάτα του έπαιζε αμυντικός στον “Θρακικό” Μητρουσίου και στα σχολικά χρόνια μου χαιρόταν το μονότερμά μας. Δεν ήθελε καθόλου να κολυμπώ με τα άλλα παιδιά στην Μπέλιτσα που περνούσε έξω απ’ το χωριό· έτρεμε μην πνιγώ ή δηλητηριαστώ από τα φυτοφάρμακα που χύνονταν στα νερά της.
Οι γονείς καλούσαν θείους και θείες να βοηθήσουν στις αγροτικές εργασίες και ανταπέδιδαν την εξυπηρέτηση συνδράμοντας στις δικές τους. Με έπαιρναν μαζί τους στο χωράφι, με άφηναν να παίζω, να εξερευνώ την περιοχή και όταν διψούσαν μου ζητούσαν να τους πάω νερό απ’ τη στάμνα που είχαν αφήσει στη σκιά κάποιου δέντρου. Το μεσημέρι σταματούσαν τη δουλειά, άπλωναν πετσέτες πάνω στα χόρτα και έτρωγαν σπιτικό ψωμί και φαγητά που είχαν μαγειρευτεί από βραδύς, ξεκουράζονταν λίγο και συνέχιζαν μέχρι που σουρούπωνε.
Μεγαλώνοντας άρχισα να συμμετέχω κανονικά στο μάζεμα της ντομάτας και του καλαμποκιού, στο ράντισμα των ορυζώνων, στο πότισμα και το γύρισμα του τριφυλλιού με τον γιαμπά. Μας θυμάμαι ακόμα να ψάχνουμε για ζοχούς και ραδίκια, να μαζεύουμε με τις τσουγκράνες χαμομήλι και να το πουλάμε σε τοπικό έμπορο.
Έσπασα την οικογενειακή παράδοση και δεν έγινα γεωργός· πέρασα πολλά χρόνια της ζωής μου πουλώντας και κυκλοφορώντας δίσκους. Πριν από τους δίσκους όμως έκανα κι άλλες δουλειές. Πρώτα τον ξυλουργό μέχρι που έκοψα τον δεξιό αντίχειρά μου στην κορδέλα (ευτυχώς όχι εντελώς) και παράτησα το ξύλο για τον γύψο. Για μερικά χρόνια ετοίμαζα στον μαρμάρινο πάγκο τις γύψινες διακοσμήσεις και μετά τις τοποθετούσα στα σπίτια, εργαζόμενος διαδοχικά στους Καπαντέλη, Γκούμλα και Χατζηϊωάννου. Ο πρώτος δεν είχε αυτοκίνητο και πηγαίναμε με το μηχανάκι του από τις Σέρρες στην Νιγρίτα ή την Ηράκλεια και εγώ στη διαδρομή κρατούσα τη διπλή σκάλα στον ώμο. Κατά τη διαδικασία της τοποθέτησης των γύψινων στα ταβάνια, περπατούσα με τη σκάλα αντί να κατεβαίνω κάθε φορά και να την μετακινώ. Τώρα που το σκέφτομαι μου φαίνεται κάπως ριψοκίνδυνο.
Μετά έμπλεξα με το χαρτί - δίπλωνα και ταχυδρομούσα εφημερίδες ή εισέπραττα συνδρομές στο «Σερραϊκό Θάρρος». Τα χρήματα ήταν πολύ λίγα γι’ αυτό έφυγα και μπήκα στη μεταλλική μου περίοδο. Προσλήφθηκα ως πωλητής σε επιχείρηση που εμπορευόταν σωλήνες, σιδηρόβεργες, βίδες, λουκέτα, προϊόντα για υδραυλικούς και πολλά άλλα. Έπληττα θανάσιμα περιμένοντας όρθιος τον πελάτη στην είσοδο του καταστήματος. Ένας συνάδελφος με έπεισε να ασχοληθώ με την ελληνορωμαϊκή πάλη και με έγραψε στο σύλλογο που αγωνιζόταν ο ίδιος. Η αθλητική μου καριέρα κράτησε δύο μήνες.
Έγινα κατασκευαστής μεταλλικών επίπλων και μια φορά κόντεψε να με κόψει στη μέση ο κουρμπαδόρος που λύγιζε τους σωλήνες. Με έπιασε το μπράτσο του καθώς επέστρεφε στη βάση και πρόλαβα να τον κλείσω την τελευταία στιγμή. Την γλίτωσα με σημάδια στη μέση, ακριβώς πάνω απ’ τη λεκάνη. Εξαιτίας της ηλεκτροσυγκόλλησης πέρασα πολλές άυπνες νύχτες με κολλύρια και φέτες από ωμές πατάτες στα μάτια.
NEXT