Στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησα να παραγγέλνω κασέτες στα δισκάδικα των Αμπελοκήπων, όπου ζούσα τον πρώτο καιρό, και συνέχισα με αγορές δίσκων. Τότε γνώρισα και τον Μάκη Τερζόπουλο ο οποίος άκουγε κλασικό ροκ, πειραματιζόταν με πειρατικούς πομπούς των FM και μου κόλλησε το μικρόβιο της εκπομπής.
Μετακόμισα στο ισόγειο ενός διώροφου στην οδό Λιγδών 9 και ο Μάκης ετοίμασε τον πομπό, αλλά μόλις βάλαμε την κεραία η σπιτονοικοκυρά από πάνω αφήνιασε και άρχισε τις απειλές. Το ίδιο έκανε και ο ιδιοκτήτης του επόμενου σπιτιού στην οδό Πέραν, μόνο που αυτός ζούσε στο ισόγειο και εμείς στον πρώτο όροφο.
Μου βγήκε σε καλό γιατί το 1980 βρήκα σπίτι σε καλύτερη περιοχή, στην οδό Καυκάσου 28, στην Καλλιθέα, που ήταν ψηλά και η κεραία από την ταράτσα της πολυκατοικίας «έβλεπε» όλη τη Θεσσαλονίκη και τα περίχωρα. Οι εκπομπές γίνονταν νωρίς το απόγευμα, πριν αρχίσει το πρόγραμμα της ΕΡΤ και της ΥΕΝΕΔ, μετά τα μεσάνυχτα, τα πρωινά Σαββάτου και Κυριακής. Πολλές φορές έκανα κοπάνα απ’ τη δουλειά και ξεκινούσα να εκπέμπω απ’ το πρωί. Ενώ εγώ κοιμόμουν ο Μάκης ξημερωνόταν στο διπλανό δωμάτιο με δοκιμές για αύξηση της ισχύος και συνομιλίες με άλλους πειρατές, αλλά είχαμε συμφωνήσει να αφήνει φεύγοντας τον πομπό συντονισμένο στην προκαθορισμένη συχνότητα, για να μπορέσω να εκπέμψω την επόμενη μέρα. Πολλές φορές έβρισκα σημείωμα που έγραφε ότι έκαψε κάτι και το «μηχάνημα» δεν λειτουργεί.
Άρχισα να ξοδεύω όλα μου τα λεφτά σε αγορές δίσκων, κυρίως εισαγωγής, από το Blow-Up, το Stereodisc και τον Πάτση, να ενημερώνω τη δισκοθήκη μου και να εμπλουτίζω το ρεπερτόριο των εκπομπών.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 στα οποία αναφέρομαι, δεν υπήρχαν στην Ελλάδα δημοτικοί και ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί αλλά μόνο κρατικοί. Οι παράνομοι σταθμοί είχαν τοπική εμβέλεια και ήταν πάντα υπό διωγμό. Κάθε τόσο μαθαίναμε για ένα συνάδελφο που εντοπίστηκε από τα ραδιογωνιόμετρα, του κατάσχεσαν τα μηχανήματα και τη δισκοθήκη και τον παρέπεμψαν σε δίκη. Κατά τη διάρκεια των εκπομπών η Μάρθα, η σπιτονοικοκυρά, χτύπησε πολλές φορές το κουδούνι μου ζητώντας ευγενικά να σταματήσω την εκπομπή γιατί το μηχάνημα παρεμβάλει στην τηλεόραση (εγώ δεν είχα τηλεόραση και δεν ήξερα τι ώρα τελείωνε η τελευταία ταινία). Το κουδούνι μου χτύπησαν πολλές φορές και εκνευρισμένοι από τις παρεμβολές γείτονες και ευτυχώς προτίμησαν να εκτονωθούν βρίζοντάς με αντί να καλέσουν τους εκπροσώπους του νόμου. Όταν χανόταν ξαφνικά το σήμα καταλάβαινα ότι κάποιος τράβηξε και ξήλωσε το καλώδιο της κεραίας που περνούσε δίπλα απ’ το μπαλκόνι του ή το έκοψε με μαχαίρι και ήμουν αναγκασμένος να το αλλάξω ολόκληρο, γιατί αν το ένωνα θα είχα διαρροή σήματος σ’ εκείνο το σημείο.
Χάρη στις εκπομπές μου γνώρισα μουσικούς, ακροατές και ραδιοπειρατές, έκανα πολλούς φίλους. Συμμετείχα και στην προσπάθεια να μπει τάξη στα FM, όταν δεκάδες πειρατές αρχίσαμε να μαζευόμαστε τις Κυριακές στο πατάρι του καφέ Ολύμπιον και να συζητάμε. Δεν βγήκε βέβαια αποτέλεσμα, αλλά πρόλαβαν να με βραβεύσουν για τις “καλές εκπομπές μου” (τι το ‘θελαν;). Μαζί με έναν άλλο βραβευμένο και τον Λευτέρη τον Music Hall, ο οποίος είχε εκλεγεί πρόεδρος της άτυπης λέσχης, πήγαμε με ταξί στο σπίτι του τελευταίου στην Ξηροκρήνη, για να παραλάβουμε τα βραβεία μας, τα οποία αποδείχτηκε ότι ήταν δύο promo δίσκοι με λευκές ετικέτες. Φεύγοντας, ο έτερος βραβευθείς, Μάκης κι αυτός, πρότεινε να πάμε στο σπίτι μου που ήταν κοντά, να ακούσουμε κανένα δίσκο. Το βρήκα καλή ιδέα. Λίγες μέρες αργότερα μου το διέρρηξε με την παρέα του και πήραν εκατοντάδες άλμπουμ και επτάϊντσα. Όταν άκουσα να μεταδίδει στις εκπομπές του τα σπάνια κομμάτια μου, ανταπέδωσα την επίσκεψη με την παρέα μου, βρήκαμε και πήραμε πίσω τα περισσότερα.
Απέρριψα πρόταση του Νίκου Στεφανίδη να συμμετάσχω σε ένα σταθμό ο οποίος αργότερα μεταλλάχθηκε και έγινε το “Ράδιο Ουτοπία”. Ήθελα “Rock fm” τότε, όχι σταθμό που να παίζει απ’ όλα. Ξανασχολήθηκα με το ραδιόφωνο και αργότερα, για μικρά διαστήματα, κάνοντας εκπομπές στο “Ένατο Κύμα”, στον “Ραδιοχώρο” και στον “Republic”.