Πρότεινα στα συγκροτήματα που μου άρεσαν στις συναυλίες να συμμετέχουν με δύο τραγούδια στη συλλογή που ετοίμαζα. Δέχονταν με χαρά, αλλά σύντομα ανακάλυψα ότι δεν μου έφτανε η δημιουργία της κασέτας και η κυκλοφορία της. Να μη βάλω και κάτι δικό μου στο φυλλάδιο με τις πληροφορίες, το οποίο τελικά έγινε 24σέλιδο και ονομάστηκε “Rollin Under”; Άρχισα να παίρνω συνεντεύξεις και να γράφω για δίσκους, να δημοσιεύω διηγήματα και χαζά κολλάζ, ζητώντας παράλληλα από φίλους να συνεισφέρουν κείμενα.
Καθώς ετοίμαζα το τρίτο τεύχος των 52 σελίδων, ο Ασκληπιός των Mushrooms μού γνώρισε τον Γιάννη Πλόχωρα ο οποίος με κέρδισε με το μεράκι, τις γνώσεις και το χιούμορ του και αμέσως του πρόσφερα τη θέση του συνοδηγού. Το μετάνιωσα μόλις είδα τα «ιατρικά» του γράμματα στη συνέντευξη του Steve Wynn που μου έδωσε να δακτυλογραφήσω, αλλά ήταν πλέον αργά.
Συνεχίσαμε να βγάζουμε το Rollin Under ανά τρίμηνο ή τετράμηνο, χωρίς κασέτες, αλλά αργότερα, με δύο τεύχη του 1989 δώσαμε singles των Υο και Όρα Μηδέν (πολύ πριν αρχίσουν οι εφημερίδες να προσφέρουν cd στους αναγνώστες τους). Οι σελίδες του αυξάνονταν από τεύχος σε τεύχος, το φωτοτυπείο έγινε τυπογραφείο, η γραφομηχανή έγινε κομπιούτερ, βγάλαμε και τρία τεύχη με τετράχρωμο εξώφυλλο. Στην πορεία προστέθηκαν συνεργάτες που (οι περισσότεροι) ήταν ή έγιναν και έμειναν φίλοι και μετά την παύση της έκδοσής του το 1991: Κώστας Αποστολίδης, Λάμπρος Σκουζ, Μπάμπης Χαλάτσης, Πάκης Τζιλής, Δημήτρης Κάζης, Λεωνίδας Βελδεμίρης, Πάνος Κονιδάρης, Βασίλης Γιάτσης κ.α.
Γράφαμε για ό,τι καλό μας συγκινούσε και μας ερέθιζε να το παρουσιάσουμε, παίρναμε συνεντεύξεις από τοπικά γκρουπ και ξένα, δι’ αλληλογραφίας ή ζωντανά, πριν ή μετά από συναυλίες τους. Οι συντάκτες αποφάσιζαν και πρότειναν το θέμα που ήθελαν να γράψουν και πολλές φορές το έφερναν κατευθείαν, χωρίς προειδοποίηση. Πηδούσαμε νούμερα στην αρίθμηση των τευχών, βγάλαμε δύο φορές το 13ο, βάζαμε τιμή 427 δραχμές ή γράφαμε ότι είναι το τεύχος Σεπτεμβρίου-Αυγούστου 1988. Απολαυστική ήταν η διαδικασία συναρμολόγησης του τεύχους, πριν μπλέξουμε με τυπογράφους και βιβλιοδέτες, όταν οι φωτοτυπίες έμπαιναν στη σειρά, διπλώνονταν και συρράπτονταν μέσα σε αστεία και πειράγματα από σύσσωμη την συντακτική ομάδα. Αξέχαστα και πολλά από τα γράμματα που λαμβάναμε, επαινετικά ή οργισμένα.
Το γράψιμο άρθρων και η σελιδοποίηση των τευχών ήταν για μένα διασκέδαση, δεν ήταν όμως διασκεδαστική η δακτυλογράφηση όλης της ύλης από τα χεράκια μου και για πολλά τεύχη. Σμίκρυνα τις δακτυλογραφημένες σελίδες σε φωτοτυπείο και σελιδοποιούσα τις σμικρύνσεις προσθέτοντας φωτογραφίες, τίτλους φτιαγμένους με λετρασέτ γράμματα, κομμένα από περιοδικά ή μεγεθυμένα στοιχεία γραφομηχανής. Όταν αναθέσαμε την δακτυλογράφηση των κειμένων στον τυπογράφο, αυτός μας «μάλωσε» γιατί βάζαμε σε ένα τεύχος ύλη, αρκετή για να γεμίσει δύο.
Η διανομή που κάναμε μόνοι μας επίσης δεν ήταν διόλου διασκεδαστική. Όταν ήταν η σειρά μου να κατεβάσω τεύχος στην Αθήνα, φόρτωνα 2-3 εκατοντάδες αντίτυπα στο τρένο, με ταξί μετέφερα τις κούτες στην Ακαδημίας και έκανα βάση μου μια είσοδο πολυκατοικίας. Έπαιρνα λίγα-λίγα τεύχη και τα μοίραζα στα γύρω δισκάδικα και βιβλιοπωλεία: Art Nouveau, Ελεύθερος Τύπος, Βαβέλ, Happy Sad, Happening, Music Machine, Παρά Πέντε, Pilgrim, Jazz Rock και μετά 7 plus 7 στο Μοναστηράκι, και όταν ξεμπέρδευα με τις διανομές (και πληρωνόμουν το προηγούμενο τεύχος) μπορούσα να γυρίσω πάλι τα δισκάδικα χωρίς άγχος, για αγορές δίσκων.
Η μετακόμιση του 1989 από την Καλλιθέα στην οδό Εξαδακτύλου 5Α, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, άλλαξε σημαντικά τη ζωή μου.
ΝΕΧΤ