Το 2013 ανακοίνωσα σε φίλο ότι θα γράψω μυθιστόρημα. Είχα γράψει και δημοσιεύσει διηγήματα παλιά, αλλά ποτέ μου δεν καταπιάστηκα με μεγάλη ιστορία μυθοπλασίας. Με ρώτησε αν έχω βρει εκδότη. Θα ψάξω όταν τελειώσω, του είπα, και μόνο αν κρίνω ότι είναι δημοσιεύσιμο. Άφησα τη φαντασία μου να οργιάσει και γέμισα 300+ σελίδες γράφοντας για πράγματα που γνωρίζω, πράγματα που θα ήθελα να είχα κάνει κι εγώ, λόγια που θα ήθελα να είχα πει και ακούσει, και για να μη μακρηγορώ «την πήγα και με πήγε η ιστορία», όπως λένε συχνά οι συγγραφείς.
Ψάχνοντας και ρωτώντας φίλους από το χώρο των εκδόσεων, σχημάτισα μια εικόνα για τον τρόπο λειτουργίας των εκδοτικών οίκων. Σκάλωσα σε μερικά σημεία των συμβολαίων. Όπως ότι ο εκδότης που απαιτεί τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του έργου σου για πέντε ή δέκα χρόνια έχει δικαίωμα να το αποσύρει απ’ την κυκλοφορία πολύ νωρίτερα, αν πουλάει λιγότερα από έναν αριθμό αντιτύπων που αυτός κρίνει ως ασύμφορο, ότι αποφασίζει για το εξώφυλλο (μερικές φορές και τον τίτλο), την υποχρέωσή σου να το υποστηρίξεις με παρουσιάσεις και συνεντεύξεις οπουδήποτε σου προτείνει.
Προβληματίστηκα. Κάλεσα σε σύσκεψη τους βασικούς μου ήρωες και ζήτησα τη γνώμη τους – άλλωστε επρόκειτο για τη διαχείριση της δικής τους ιστορίας. Τους εξήγησα πως θα έπρεπε να χτυπήσω πολλές πόρτες και να περιμένω πολλούς μήνες για απάντηση, κατά πάσα πιθανότητα αρνητική. Ακόμα και αν υπάρξει ενδιαφέρον, δεν πρόκειται να εισακουστεί καμία επιθυμία μου, αφού έτσι αντιμετωπίζονται οι πρωτόβγαλτοι στην εκδοτική πιάτσα.
Ο Σίμος Μπάνσης είπε ότι μπορούσε να περιμένει όσο χρειαστεί, αλλά οι κόκκινες γραμμές του αφορούσαν τον τίτλο και το εξώφυλλο.
Ο Στέφανος Μπάνσης απαίτησε να βρω εκδότη που να αγαπάει τους Husker Du, τους Birthday Party, τους Gun Club και τους Wipers, πράγμα ασφαλώς ανέφικτο. Μου θύμισε αυτό που έλεγε σε κάποιο σημείο της ιστορίας, το πόσο θυμώνει όταν αγαπημένοι του μουσικοί παραχωρούν τον αφρό της έμπνευσής τους σε εταιρειάρχες που δεν αγαπούν το έργο και νοιάζονται μόνο για τις μετοχές της επιχείρησης. Έθεσε βέτο, είπε ότι θα μείνει πιστός στο “Do It Yourself” μέχρι να πεθάνει, και δεν επέτρεψε να εκδοθεί η ιστορία του από άσχετο εκδότη που ακούει Βιβάλντι ή Κραουνάκη. Μου θύμισε ότι η ιστορία είναι γεμάτη μουσικούς που έστησαν δικές τους εταιρείες δίσκων και κυκλοφόρησαν μόνοι και όπως ακριβώς ήθελαν τους δίσκους τους.
Απευθύνθηκα σε φίλους και γνωστούς, οι οποίοι μου σύστησαν ανθρώπους, αναγκαίους για την πραγματοποίηση της έκδοσης και διανομής του βιβλίου «Έχω όλους τους δίσκους τους», που τύπωσε το Νοέμβριο του 2013 ο Χρήστος Γούσιος ο οποίος είχε τυπώσει και πολλά εξώφυλλα δίσκων της Lazy Dog.
Δεν μετάνιωσα καθόλου για την αυτοέκδοση. Θα έλεγα πως αν το γράψιμο του βιβλίου είναι η συναυλία, η διαδικασία της έκδοσης είναι το encore και έχει τη δική της γοητεία. Σκέφτηκα την ιδέα του εξωφύλλου και ανέθεσα την υλοποίησή της σε συμπολίτη σχεδιαστή, αποφάσισα πώς θα γραφτεί ο τίτλος, διάλεξα το χαρτί, τη γραμματοσειρά, όρισα την τιμή – την χαμηλότερη που μπορούσα. Η ικανοποίηση ήταν μεγάλη. Εκτός από τα φιλικά χτυπήματα στον ώμο υπάρχουν και πολλά μειονεκτήματα σ’ αυτή την επιλογή, τρικλοποδιές και απογοητεύσεις, αλλά δεν είναι αποτρεπτικά, για εμένα τουλάχιστον. Στα MiC Books θα ήθελα να εκδώσω και βιβλία άλλων, όταν τα οικονομικά μού το επιτρέψουν. (Και είναι τόσα πολλά αυτά που δεν μου επέτρεψαν να κάνω ποτέ, τα καταραμένα). Δεν αμφιβάλλω ότι η συνεργασία με άλλους συγγραφείς θα είναι εποικοδομητική, ιδιαίτερα αν… τους αρέσουν τα γκρουπ που ανέφερε ο Στέφανος.
Μπορεί πάλι να μην ασχοληθώ για πολύ με τα βιβλία. Να γράψω δυο-τρία και να σταματήσω. Και μετά να βρω κάτι συναρπαστικό για ν’ ασχοληθώ, που δεν θα παρατήσω μόλις μάθω να το κάνω καλά, κάτι που ίσως αποδειχτεί ότι είναι αυτό για το οποίο γεννήθηκα.
WHAT'S NEXT?